καστρίτης

καστρίτης
ο
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, τεχν-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καστρινός — ή, ό [κάστρο] 1. καστρίτης, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα σε κάστρο 2. (ως εθν. επίθ.) Καστρινός, ή κάτοικος τού Κάστρου, τής πόλης τού Ηρακλείου Κρήτης …   Dictionary of Greek

  • καστριώτης — ο καστρίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης, ταξιδ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”